Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυποίκιλος -η -ο [polipíkilos] Ε5 : που παρουσιάζει, που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία (μορφών, ειδών, όψεων, χρωμάτων κτλ.): Πολυποίκιλα ενδιαφέροντα. Πολυποίκιλες δραστηριότητες / αντιδράσεις. Πολυποίκι λα χρώματα.
πολυποίκιλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πολυποίκιλος]