Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυμορφία η [polimorfía] Ο25 : η ιδιότητα του πολύμορφου, η εμφάνιση, η παρουσία με πολλές ή / και διαφορετικές μορφές· ποικιλομορφία. ANT ομοιομορφία: H ~ στη γλώσσα και στην έκφραση. Tα δημιουργήματα της φύσης χαρακτηρίζονται από ~ και πολυχρωμία.
[λόγ. < ελνστ. πολυμορφία]