Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυμήχανος -η -ο [polimíxanos] Ε5 : που επινοεί, που εφευρίσκει, που μηχανεύεται πολλά τεχνάσματα, επινοητικός: Ο ~ Οδυσσέας.
[λόγ. < αρχ. πολυμήχανος]