Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυκομματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυκομματικός -ή -ό [polikomatikós] Ε1 : 1. που αποτελείται από πολ λά κόμματα. ANT μονοκομματικός: Πολυκομματική επιτροπή / αντιπρο σωπεία / κυβέρνηση. 2. που επιτρέπει, που θεσμοθετεί τη λειτουργία πολλών κομμάτων ή που στηρίζεται σε αυτήν: Πολυκομματικό (πολιτικό) σύστημα. Πολυκομματική δημοκρατία.

[λόγ. πολυ- + κομματ- (κόμμα) -ικός μτφρδ. ιταλ.(;) pluripartitico]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες