Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυκατοικία η [polikatikía] Ο25 : 1. πολυώροφη οικοδομή, που περιλαμβάνει πολλές αυτόνομες κατοικίες (διαμερίσματα). ANT μονοκατοικία: Kοινόχρηστοι χώροι / πρασιά / φωταγωγός / ένοικοι / διαχειριστής πολυκατοικίας. ~ πολυτελούς κατασκευής. Λαϊκή ~. 2. οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας: Aμέσως μετά το σεισμό, κατέβηκε όλη η ~ στο δρόμο.
[λόγ. πολυ- + κατοικία κατά το μονοκατοικία]