Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυκατάστημα το [polikatástima] Ο49 : μεγάλο εμπορικό κατάστημα, που περιλαμβάνει πολλά ειδικευμένα τμήματα, όπου πωλούνται διάφορα εμπορεύματα: Ό,τι χρειάζεται ο άντρας, η γυναίκα, το παιδί και το σπίτι θα το βρείτε στο πολυκατάστημά μας.
[λόγ. πολυ- + κατάστημα (για την παραγωγή δες πολυ-3)]