Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυθόρυβος -η -ο [poliθórivos] Ε5 : που παράγει, που έχει πολύ θόρυβο, πολλούς θορύβους: Πολυθόρυβη πόλη / πλατεία. ~ δρόμος.
[λόγ. πολυ- + θόρυβ(ος) -ος]