Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυθόρυβος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυθόρυβος -η -ο [poliθórivos] Ε5 : που παράγει, που έχει πολύ θόρυβο, πολλούς θορύβους: Πολυθόρυβη πόλη / πλατεία. ~ δρόμος.

[λόγ. πολυ- + θόρυβ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες