Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυετής -ής -ές [polietís] Ε10 : που διαρκεί πολλά χρόνια, μακροχρόνιος: Πολυετείς πόλεμοι / σπουδές. Πολυετές συμβόλαιο. Επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από πολυετή απουσία στο εξωτερικό. || (για φυτό) που ζει πολλά χρόνια. ANT μονοετής: Πολυετή φυτά.
[λόγ. < ελνστ. πολυετής, αρχ. σημ.: `ύστερα από πολλά χρόνια΄]