Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυεστερικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυεστερικός -ή -ό [poliesterikós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από πολυεστέρα.

[λόγ. πολυεστέρ(ας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες