Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυδιάσπαση η [poliδiáspasi] Ο33 : η διάσπαση ενός ενιαίου συνόλου σε πολλά τμήματα: H ~ των δυνάμεων της αριστεράς οδήγησε στην αποδυνάμωσή της.
[λόγ. πολυ- + διάσπα(σις) -ση]