Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυδάπανος -η -ο [poliδápanos] Ε5 : που απαιτεί μεγάλα, πολλά έξοδα, υψηλές δαπάνες, πολυέξοδος2: Πολυδάπανο έργο / πρόγραμμα. Πολυδάπανη κατασκευή / μελέτη. ~ εξοπλισμός.
[λόγ. < αρχ. πολυδάπανος]