Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυγωνικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγωνικός -ή -ό [poliγonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε πολύγωνο: Πολυγωνικό σχήμα. 2. που έχει πολλές γωνίες: Πολυγωνικό τραπέζι / κτίριο.

[λόγ. πολύγων(ον) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες