Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυγράφηση η [poliγráfisi] Ο33 : η πράξη, η διαδικασία της αναπαραγωγής ενός κειμένου στον πολύγραφο: Aναλαμβάνονται δακτυλογραφήσεις, πολυγραφήσεις.
[λόγ. πολυγραφη- (πολυγραφώ) -σις > -ση]