Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυανδρία η [polianδría] Ο25 : 1. η ύπαρξη περισσότερων ανδρών σε σχέση προς τις γυναίκες. ANT λειψανδρία. 2. (σπανιότατος σήμερα) θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα μπορεί να έχει περισσότερους από έναν συζύγους.
[λόγ.: 1: ελνστ. πολυανδρία `πολυανθρωπία΄· 2: σημδ. γαλλ. polyandrie < ελνστ. πολυανδρία]