Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυέξοδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυέξοδος -η -ο [poliéksoδos] Ε5 : 1. που ξοδεύει πολλά χρήματα. ANT οικονόμος: Πολυέξοδη γυναίκα. 2. που απαιτεί πολλά έξοδα, υψηλές δαπάνες· πολυδάπανος, δαπανηρός. ANT ανέξοδος, οικονομικός: Πολυέξοδη θεραπεία / κατασκευή. ~ τρόπος ζωής. πολυέξοδα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πολυέξοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες