Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυάριθμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυάριθμος -η -ο [poliáriθmos] Ε5 : (για σύνολο) που αποτελείται από μεγάλο αριθμό, από πλήθος στοιχείων (ανθρώπων, αντικειμένων κτλ.)· πολυπληθής. ANT ολιγάριθμος: ~ στρατός. || μεγάλος σε αριθμό, σε πλήθος όμοιων πραγμάτων: Πολυάριθμα παραδείγματα.

[λόγ. < ελνστ. πολυάριθμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες