Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολλαπλός -ή -ό [polaplós] Ε1 : που συντίθεται από πολλά στοιχεία ή μέρη, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές, που γίνεται με πολλούς τρόπους, που επιτελεί πολλές λειτουργίες· σύνθετος: Συσκευή / εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Kάρτα πολλαπλών διαδρομών. H ενέργειά του είχε πολλαπλή επιτυχία. H αντίληψη είναι μια πολλαπλή συνειδησιακή πρά ξη. Tο έγγραφο δακτυλογραφήθηκε σε πολλαπλά αντίγραφα. Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, είδος εξέτασης κατά την οποία ο εξεταζόμενος πρέπει να επιλέξει τη μοναδική σωστή απάντηση από ένα σύνολο απαντήσεων που του δίνονται ως πιθανές.
πολλαπλά & (λόγ.) πολλαπλώς ΕΠIΡΡ: ~ χρήσιμος / ωφέλιμος / επικίνδυνος. [λόγ. < αρχ. πολλαπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά το απλούς > απλός· λόγ. πολλαπλ(ός) -ώς]