Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολλαπλασιαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολλαπλασιαστικός -ή -ό [polaplasiastikós] Ε1 : που (είναι κατάλληλος για να) πολλαπλασιάζει, αυξάνει κτ. (ένα μέγεθος, μια ποσότητα): H μηχανοργάνωση των υπηρεσιών έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην καλή λειτουργία τους. || (γραμμ.) πολλαπλασιαστικά αριθμητικά, που δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κτ. ή από πόσα απλά μέρη αποτελείται (π.χ. διπλός, τριπλός, πενταπλός). πολλαπλασιαστικά ΕΠIΡΡ: H εκμηχάνιση της καλλιέργειας λειτουργεί ~ στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων.

[λόγ. πολλαπλασιαστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες