Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολλαπλασιαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολλαπλασιαστής ο [polaplasiastís] Ο7 : που πολλαπλασιάζει, αυξάνει κατά πολύ κτ. I. (μαθημ.) ο αριθμός επί τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός· (βλ. πολλαπλασιαστέος). ANT διαιρέτης. II. (τεχν.) εργαλείο, μηχάνημα ή μηχανισμός, που επιτυγχάνει μεγάλη αύξηση μιας ενέργειας (ηλεκτρικής, μηχανικής κτλ.): Στο αυτοκίνητο, ο ~ είναι ένα πηνίο, που μετασχηματίζει το ρεύμα χαμηλής τάσης σε άλλο με πολύ μεγαλύτερη. ~ ηλεκτρονίων / συχνότητας / ταχύτητας / τάσης. III. (οικον.) αριθμός που εκφράζει τις επιπτώσεις που έχουν στο εθνικό εισόδημα οι αυξήσεις ή οι μειώσεις των επενδύσεων: ~ απασχολήσεως.

[λόγ. πολλαπλασιασ- (πολλαπλασιάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. multiplicateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες