Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολλαπλασιασμός ο [polaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολλαπλασιάζω. 1. η αύξηση κατά πολλές φορές ενός μεγέθους, ενός αριθμού ή μιας ποσότητας. ANT μείωση, ελάττωση, περιορισμός: H εταιρεία πέτυχε τον πολλαπλασιασμό των πωλήσεών της. ~ των κρουσμάτων ηπατίτιδας / των ατυχημάτων. 2α. αναπαραγωγή πανομοιότυπων αντιγράφων: ~ ενός κειμένου στον πολύγραφο. β. βιολογική αναπαραγωγή φυτών ή ζώων: ~ με σπέρματα / με μοσχεύματα / με αυγά. 3. έντα ση, αύξηση, επαύξηση. ANT μείωση, ελάττωση: ~ των προσπαθειών. 4. (μαθημ.) μια από τις τέσσερις βασικές πράξεις της απλής αριθμητικής, η αύξηση ενός αριθμού (του πολλαπλασιαστέου) τόσες φορές, όσες δηλώνει ένας άλλος δοσμένος αριθμός (ο πολλαπλασιαστής). ANT διαίρεση: Ο ~ του 3 με το 7, δίνει γινόμενο 21. ~ δύο ή περισσότερων αριθμών. ~ ακεραίων / κλασμάτων / δεκαδικών.
[λόγ.: 4: ελνστ. πολλαπλασιασμός· 1-3: σημδ. γαλλ. multiplication]