Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολλαπλασιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολλαπλασιάζω [polaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. πολλές φορές μεγαλύτερο, το αυξάνω κατά το μέγεθος, τον αριθμό, την ποσότητα. ANT μειώνω, περιορίζω, λιγοστεύω: ~ τα έσοδα / τα κέρδη / τα έξοδα / τις ζημιές. Πολλαπλασιάστηκαν οι εισαγωγές / οι εξαγωγές / οι γεννήσεις / οι θάνατοι / τα ατυχήματα / τα διαζύγια. Tα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών πολλαπλασιάστηκαν. H πρόοδος της τεχνολογίας πολλαπλασίασε τις δυνατότητες για πληροφόρηση. 2α. με βάση κάποιο πρωτότυπο αναπαράγω κτ. πανομοιότυπα σε μεγάλους αριθμούς, ποσότητες: ~ την προκήρυξη στον πολύγραφο / στο φωτοτυπικό μηχάνημα. β. (συνήθ. παθ., για ζώα ή φυτά) αναπαράγομαι βιολογικά: Ο βάτραχος πολλαπλασιάζεται με αυγά. Tα φυτά πολλαπλασιάζονται με σπέρματα, με παραφυάδες, με μοσχεύματα κτλ. 3. εντείνω, αυξάνω, επαυξάνω. ANT μειώνω, περιορίζω: ~ τις ενέργειες / τις προσπάθειές μου για να πετύχω κτ. Πάλευε μαζί του με τις δυνάμεις της πολλαπλασιασμένες από το φό βο. 4. (μαθημ.) εκτελώ την πράξη του πολλαπλασιασμού, αυξάνω έναν αριθμό με πολλαπλασιασμό. ANT διαιρώ: Aν πολλαπλασιάσουμε το 3 με το 7, το αποτέλεσμα είναι 21.

[λόγ.: 4: αρχ. πολλαπλασιάζω· 1-3: σημδ. γαλλ. multiplier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες