Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολλά [polá] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) πολύ, συνήθ. στην έκφραση ~ βαρύς στις εκφορές: Kαφές ~ βαρύς. Άντρας ~ βαρύς.
[αρχ. επίρρ. πολλά < ουδ. πληθ. του πολύς]
- πολλάκις [polákis] επίρρ. : (λόγ.) πολλές φορές, συχνά, κατ΄ επανάληψη.
[λόγ. < αρχ. πολλάκις]
- πολλαπλασιάζω [polaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. πολλές φορές μεγαλύτερο, το αυξάνω κατά το μέγεθος, τον αριθμό, την ποσότητα. ANT μειώνω, περιορίζω, λιγοστεύω: ~ τα έσοδα / τα κέρδη / τα έξοδα / τις ζημιές. Πολλαπλασιάστηκαν οι εισαγωγές / οι εξαγωγές / οι γεννήσεις / οι θάνατοι / τα ατυχήματα / τα διαζύγια. Tα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών πολλαπλασιάστηκαν. H πρόοδος της τεχνολογίας πολλαπλασίασε τις δυνατότητες για πληροφόρηση. 2α. με βάση κάποιο πρωτότυπο αναπαράγω κτ. πανομοιότυπα σε μεγάλους αριθμούς, ποσότητες: ~ την προκήρυξη στον πολύγραφο / στο φωτοτυπικό μηχάνημα. β. (συνήθ. παθ., για ζώα ή φυτά) αναπαράγομαι βιολογικά: Ο βάτραχος πολλαπλασιάζεται με αυγά. Tα φυτά πολλαπλασιάζονται με σπέρματα, με παραφυάδες, με μοσχεύματα κτλ. 3. εντείνω, αυξάνω, επαυξάνω. ANT μειώνω, περιορίζω: ~ τις ενέργειες / τις προσπάθειές μου για να πετύχω κτ. Πάλευε μαζί του με τις δυνάμεις της πολλαπλασιασμένες από το φό βο. 4. (μαθημ.) εκτελώ την πράξη του πολλαπλασιασμού, αυξάνω έναν αριθμό με πολλαπλασιασμό. ANT διαιρώ: Aν πολλαπλασιάσουμε το 3 με το 7, το αποτέλεσμα είναι 21.
[λόγ.: 4: αρχ. πολλαπλασιάζω· 1-3: σημδ. γαλλ. multiplier]
- πολλαπλασιασμός ο [polaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολλαπλασιάζω. 1. η αύξηση κατά πολλές φορές ενός μεγέθους, ενός αριθμού ή μιας ποσότητας. ANT μείωση, ελάττωση, περιορισμός: H εταιρεία πέτυχε τον πολλαπλασιασμό των πωλήσεών της. ~ των κρουσμάτων ηπατίτιδας / των ατυχημάτων. 2α. αναπαραγωγή πανομοιότυπων αντιγράφων: ~ ενός κειμένου στον πολύγραφο. β. βιολογική αναπαραγωγή φυτών ή ζώων: ~ με σπέρματα / με μοσχεύματα / με αυγά. 3. έντα ση, αύξηση, επαύξηση. ANT μείωση, ελάττωση: ~ των προσπαθειών. 4. (μαθημ.) μια από τις τέσσερις βασικές πράξεις της απλής αριθμητικής, η αύξηση ενός αριθμού (του πολλαπλασιαστέου) τόσες φορές, όσες δηλώνει ένας άλλος δοσμένος αριθμός (ο πολλαπλασιαστής). ANT διαίρεση: Ο ~ του 3 με το 7, δίνει γινόμενο 21. ~ δύο ή περισσότερων αριθμών. ~ ακεραίων / κλασμάτων / δεκαδικών.
[λόγ.: 4: ελνστ. πολλαπλασιασμός· 1-3: σημδ. γαλλ. multiplication]
- πολλαπλασιαστέος -α -ο [polaplasiastéos] Ε4 : που πρέπει να πολλαπλασιαστεί. ANT διαιρετέος. || (μαθημ., ως ουσ.) ο πολλαπλασιαστέος, ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί με κπ. άλλο (τον πολλαπλασιαστή): Ο ~ (π.χ. ο αριθμός 3) επί τον πολλαπλασιαστή (π.χ. τον αριθμό 7) δίνουν το γινόμενο (τον αριθμό 21).
[λόγ. πολλαπλασιασ- (πολλαπλασιάζω) -τέος μτφρδ. γαλλ. multiplicande]
- πολλαπλασιαστής ο [polaplasiastís] Ο7 : που πολλαπλασιάζει, αυξάνει κατά πολύ κτ. I. (μαθημ.) ο αριθμός επί τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός· (βλ. πολλαπλασιαστέος). ANT διαιρέτης. II. (τεχν.) εργαλείο, μηχάνημα ή μηχανισμός, που επιτυγχάνει μεγάλη αύξηση μιας ενέργειας (ηλεκτρικής, μηχανικής κτλ.): Στο αυτοκίνητο, ο ~ είναι ένα πηνίο, που μετασχηματίζει το ρεύμα χαμηλής τάσης σε άλλο με πολύ μεγαλύτερη. ~ ηλεκτρονίων / συχνότητας / ταχύτητας / τάσης. III. (οικον.) αριθμός που εκφράζει τις επιπτώσεις που έχουν στο εθνικό εισόδημα οι αυξήσεις ή οι μειώσεις των επενδύσεων: ~ απασχολήσεως.
[λόγ. πολλαπλασιασ- (πολλαπλασιάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. multiplicateur]
- πολλαπλασιαστικός -ή -ό [polaplasiastikós] Ε1 : που (είναι κατάλληλος για να) πολλαπλασιάζει, αυξάνει κτ. (ένα μέγεθος, μια ποσότητα): H μηχανοργάνωση των υπηρεσιών έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην καλή λειτουργία τους. || (γραμμ.) πολλαπλασιαστικά αριθμητικά, που δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κτ. ή από πόσα απλά μέρη αποτελείται (π.χ. διπλός, τριπλός, πενταπλός).
πολλαπλασιαστικά ΕΠIΡΡ: H εκμηχάνιση της καλλιέργειας λειτουργεί ~ στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων. [λόγ. πολλαπλασιαστ(ής) -ικός]
- πολλαπλάσιος -α -ο [polaplásios] Ε6 : 1. που είναι πολύ μεγαλύτερος ή περισσότερος (σε μέγεθος, ποσότητα, αριθμό) από κπ. άλλο: Οι επιτιθέμενοι διέθεταν πολλαπλάσιες δυνάμεις από τις δικές μας. Tο μέγεθός του είναι πολλαπλάσιο από το κανονικό. || (μαθημ.) ~ αριθμός, που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό. 2. (ως ουσ.) α. (μαθημ.) το πολλαπλάσιο, ο αριθμός που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό. ANT υποπολλαπλάσιο: Οι αριθμοί 20, 50, 100, 1000 είναι πολλαπλάσια του (αριθμού) 10. || Kοινό πολλαπλάσιο πολλών αριθμών, ο αριθμός που είναι συγχρόνως πολλαπλάσιο όλων αυτών των αριθμών. Ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο πολλών αριθμών, το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια αυτών των αριθμών. β. (έκφρ.) στο πολλαπλάσιο, σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα, αριθμό, μέγεθος: Tου ανταπέδωσε τη χάρη / την εξυπηρέτηση στο πολλαπλάσιο.
πολλαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. πολλαπλάσιος· 2: σημδ. γαλλ. multiple]
- πολλαπλός -ή -ό [polaplós] Ε1 : που συντίθεται από πολλά στοιχεία ή μέρη, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές, που γίνεται με πολλούς τρόπους, που επιτελεί πολλές λειτουργίες· σύνθετος: Συσκευή / εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Kάρτα πολλαπλών διαδρομών. H ενέργειά του είχε πολλαπλή επιτυχία. H αντίληψη είναι μια πολλαπλή συνειδησιακή πρά ξη. Tο έγγραφο δακτυλογραφήθηκε σε πολλαπλά αντίγραφα. Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, είδος εξέτασης κατά την οποία ο εξεταζόμενος πρέπει να επιλέξει τη μοναδική σωστή απάντηση από ένα σύνολο απαντήσεων που του δίνονται ως πιθανές.
πολλαπλά & (λόγ.) πολλαπλώς ΕΠIΡΡ: ~ χρήσιμος / ωφέλιμος / επικίνδυνος. [λόγ. < αρχ. πολλαπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά το απλούς > απλός· λόγ. πολλαπλ(ός) -ώς]
- πολλαπλότητα η [polaplótita] Ο28 : η ιδιότητα του πολλαπλού, ο πολλαπλός τρόπος ύπαρξης, παρουσίας, λειτουργίας: H εξωτερική πολιτική πρέπει να έχει ~ στόχων και επιδιώξεων. H ~ των μορφών και των χρωμάτων ήταν εντυπωσιακή.
[λόγ. πολλαπλ(ός) -ότης > -ότητα]