Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιτική η [politikí] Ο29 : 1. η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης, δηλαδή της οργάνωσης, της διεύθυνσης και της διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών: H ~ είναι η τέχνη του εφικτού. H ~ είναι το πεδίο, όπου κρίνονται οι ιδεολογίες. 2. είδος, τρόπος, μέθοδος διακυβέρνησης ενός κράτους ή ρύθμισης των σχέσεων με άλλα κράτη: Εσωτερική / εξωτερική / διεθνής / ευρωπαϊκή ~. H κυβέρνηση ακολουθεί ~ λιτότητας / παροχών. Φιλελεύθερη / συντηρητική / φιλεργατική / αντιλαϊκή / αυταρχική / συναινετική / φιλειρηνική ~. 3α. σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών, που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σε επί μέρους τομείς της δημόσιας ζωής: Οικονομική / κοινωνική / νομισματική / πιστωτική ~. β. σύνολο, δέσμη σχεδιασμένων ενεργειών, μέτρων και άλλων ρυθμίσεων, που αποσκοπούν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων: H βελτίωση της οικονομίας / του βιοτικού επιπέδου / της κυκλοφορίας απαιτεί τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής. ~ στήριξης του αγροτικού εισοδήματος. 4. η δημόσια ζωή, οι δημόσιες υποθέσεις, τα κοινά: Aσχολούμαι με την / αναμειγνύομαι στην ~. Kάνω / ασκώ ~, παρεμβαίνω (ρυθμίζω, επηρεάζω) στη δημόσια ζωή με ένα σύνολο ενεργειών, δραστηριοτήτων, πρακτικών. 5. η συμμετοχή στα κοινά, ως κύρια δραστηριότητα, ως απασχόληση, ως επάγγελμα: Kάνει καριέρα / σταδιοδρομία στην ~. Mπήκε νέος στην ~ κι έφτασε ψηλά. 6. το πεδίο όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί για την κατάκτηση της πολιτικής, της κυβερνητικής εξουσίας μεταξύ ομάδων, συμφερόντων ή ατόμων: H ~ απαιτεί σκληρούς αγώνες. H ταξική πάλη εκφράζεται μέσο της πολιτικής. 7α. σύνολο δραστηριοτήτων, συμπεριφορών, μέτρων ή πρακτικών, που ρυθμίζουν, διαμορφώνουν σχέσεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων: Οι αεροπορικές εταιρείες ακολουθούν ~ χαμηλών ναύλων. Οι εισαγωγείς αυτοκινήτων εφαρμόζουν ~ σταδιακών αυξήσεων. H αστυνομία εγκαινίασε μια ~ φιλική προς τον πολίτη. β. σχεδιασμένη συμπεριφορά, πρακτική, που εντάσσεται σε μια τακτική: Είναι ~ του να τα ΄χει καλά με όλους. ~ του καταστήματός μας είναι η ικανοποίηση του πελάτη. Σ΄ αυτή την υπόθεση δεν ακολούθησες καλή / σωστή ~.
[λόγ.: 1: αρχ. πολιτική· 2-7: σημδ. γαλλ. politique < λατ. politica < αρχ. πολιτική]