Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιτευτής ο [politeftís] Ο7 θηλ. πολιτεύτρια [politéftria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει με ενεργό τρόπο στην πολιτική ζωή επιδιώκοντας πολιτική σταδιοδρομία και ιδίως την εκλογή του ως αιρετού άρχοντα: Aπέτυχε να εκλεγεί βουλευτής ο ανεξάρτητος ~ της περιφέρειάς μας.
[λόγ. < ελνστ. πολιτευτής `που συμμετέχει στα κοινά΄· λόγ. πολιτευ(τής) -τρια]