Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιορκῶ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιορκώ [poliorkó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποκλείω με στρατιωτικές δυνάμεις (με στρατό ή και με στόλο) μια οχυρωμένη θέση ή περιοχή με σκοπό την κατάληψή της: Οι Tούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Kωνσταντινούπολη το 1453. Tο κάστρο πολιορκήθηκε στενά αλλά δεν έπεσε. 2. (μτφ.) α. συνωστίζομαι, συγκεντρώνομαι γύρω από κπ. ή από κτ.: Οι θαυμάστριες του ηθοποιού τον πολιορκούσαν για ένα αυτόγραφο. β. ασκώ πίεση, επιδιώκω επίμονα κτ.: Ένα πλήθος υποψηφίων πολιορκεί τη μοναδική θέση. Οι σημερινοί νέοι πολιορκούνται από πολλούς πειρασμούς. γ. παρακολουθώ στενά, συνεχώς και κάποτε φορτικά κπ. εκδηλώνοντας τις ερωτικές μου διαθέσεις με πρόθεση τη σύναψη ερωτικών σχέσεων: Tην / τον πολιορκεί εδώ κι ένα μήνα.

[λόγ. < αρχ. πολιορκῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες