Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιορκητικός -ή -ό [poliorkitikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιορκία: Πολιορκητικές μέθοδοι. 2. που είναι χρήσιμος, κατάλληλος για πολιορκία: Πολιορκητικές μηχανές. ~ κριός. || (ως ουσ.) η πολιορκητική, κλάδος της πολεμικής τέχνης, που ασχολείται με την πολιορκία και την αντιμετώπισή της.
[λόγ. < ελνστ. πολιορκητικός]