Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιορκητής ο [poliorkitís] Ο7 : αυτός που πολιορκεί μια πόλη, ένα κάστρο, φρούριο κτλ.: Οι πολιορκητές εγκαταστάθηκαν έξω από τα τείχη της πόλης.
[λόγ. < ελνστ. πολιορκητής]