Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολιορκία η [poliorkía] Ο25 : 1. στρατιωτικός (με στρατό ή και με στόλο) αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης ή περιοχής με σκοπό την κατάληψή της: H ~ της Tροίας από τους Έλληνες κράτησε δέκα χρόνια. H σθεναρή άμυνα των υπερασπιστών της πόλης ανάγκασε τους επιτιθέμενους να λύσουν την ~. Στενή ~, πλήρης και συνεχής αποκλεισμός. || Kατάσταση πολιορκίας, η λήψη έκτακτων μέτρων ασφάλειας, που επιβάλλεται σε μια χώρα από τις αρχές, σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής από εξωτερικούς ή εσωτερικούς κινδύνους. 2. (μτφ.) α. στενή, συνεχής και κάποτε φορτική παρακολούθηση και εκδήλωση της ερωτικής διάθεσης προς κάποιο πρόσωπο με πρόθεση τη σύναψη ερωτικής σχέσης: Kατάφερε να την / τον κατακτήσει ύστερα από ~ δύο μηνών. β. συνωστισμός, συγκέντρωση πλήθους γύρω από κτ. ή από κπ.: ~ των θυρίδων του γηπέδου για ένα εισιτήριο. ~ της διάσημης ηθοποιού από τους θαυμαστές της.
[λόγ. < αρχ. πολιορκία]