Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολεοδομικός -ή -ό [poleoδomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολεοδομία: Πολεοδομικές μελέτες. ~ σχεδιασμός. || (ως ουσ.) το πολεοδομικό, δημόσια υπηρεσία που ασκεί έλεγχο και εγκρίνει την ανέγερση οικοδομών.
πολεοδομικά ΕΠIΡΡ από την άποψη της πολεοδομίας. [λόγ. πολεοδόμ(ος) -ικός]