Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολεμοχαρής -ής -ές [polemoxarís] Ε10 : που ο πόλεμος του δίνει ευχαρίστηση, ικανοποίηση· φιλοπόλεμος: ~ λαός / φυλή. || (επέκτ.) που του αρέσουν οι συγκρούσεις, οι βιαιότητες, οι καβγάδες: Πολεμοχαρείς διαθέσεις. Πολεμοχαρή ένστικτα.
[λόγ. < μσν. πολεμοχαρής < πόλεμ(ος) -ο- + -χαρής]