Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολεμιστής ο [polemistís] Ο7 θηλ. πολεμίστρια [polemístria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει στη διεξαγωγή ενός πολέμου, που πολεμάει ως μέλος ενός στρατεύματος, μιας ομάδας, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Οι γενναίοι πολεμιστές του αλβανικού πολέμου. Οι παλαιοί πολεμιστές, οι βετεράνοι. || ο άντρας που είναι εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος για μάχες: Οι πολεμιστές της φυλής ήταν οπλισμένοι με τόξα και ακόντια.
[αρχ. πολεμιστής· λόγ. < αρχ. πολεμίστρια]