Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολαρόιντ το [polaróid] Ο (άκλ.) : επιφάνεια από διαφανές υλικό, που περιέχει κρυστάλλους, οι οποίοι προκαλούν την πόλωση των φωτεινών ακτίνων που περνούν μέσα από την επιφάνεια αυτή: Φωτογραφική μηχανή ~, που παράγει φωτογραφία κατευθείαν, χωρίς τη μεσολάβηση αρνητικής πλάκας.
[λόγ. < αγγλ. Ρolaroid σήμα κατατ.]