Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολέμαρχος ο [polémarxos] Ο20α & πολεμάρχος ο [polemárxos] Ο18 στις σημ. 2, 3 : 1. ένας από τους εννιά άρχοντες της αρχαίας Aθήνας, που είχε στρατιωτικές αρμοδιότητες. 2. ο οπλαρχηγός επί Tουρκοκρατίας, που είχε απόλυτη εξουσία. 3. (λογοτ.) ανδρείος, γενναίος μαχητής.
[λόγ. < αρχ. πολέμαρχος· αρχ. πολέμαρχος με μετακ. τόνου για εξομάλ. με βάση τη γεν. πολεμάρχου, πολεμάρχων]