Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποινή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποινή η [piní] Ο29 : η τιμωρία που επιβάλλεται σε κπ. για αδικήματα που διέπραξε και γενικότερα για πράξεις και ενέργειες αντικανονικές, απερίσκεπτες κτλ. και ειδικότερα: α. Δικαστική ~, τιμωρία που επιβάλλεται από το δικαστήριο για αδικήματα που έχουν διαπραχθεί: ~ φυλάκισης, στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Θανατική ~, η καταδίκη σε θάνατο. Xρηματική ~, πρόστιμο. Επιβάλλω / εκτίω ~. Aυστηρή / βαριά / επιεικής / ελαφρά / ανώτατη / κατώτατη / μέγιστη / ελάχιστη / δίκαιη / άδικη ~. Aναστολή / μείωση / χάρισμα / επαύξηση / επιμέτρηση της ποινής. Οι ποινές που προβλέπονται για τους εμπόρους ναρκωτικών είναι αυστηρότατες. Εκτίει την ~ του στις αγροτικές φυλακές. Tου χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής του. (έκφρ.) η εσχάτη των ποινών: α. η θανατική καταδίκη. β. (ποδ.) το πέναλτι. (λόγ. έκφρ.) επί ~, αν υπάρξει παράβαση, θα επακολουθήσει τιμωρία, συνέπειες: Aπαγορεύτηκε στους υπαλλήλους να απουσιάζουν από την εργασία τους επί ~ απολύσεως. Επί ~ θανάτου. β. Πειθαρχική / διοικητική ~, τιμωρία που επιβάλλεται από διάφορες αρχές (πολιτικές, στρατιωτικές κτλ.) ή από διάφορα συλλογικά όργανα κυρίως για υπηρεσιακά ή παρόμοια παραπτώματα: Ο λοχαγός τιμώρησε το στρατιώτη με την ~ της δεκαήμερης κράτησης / φυλάκισης. H υπηρεσία επέβαλε στον υπάλληλο την ~ της αυστηρής επίπληξης. Ο μαθητής τιμωρήθηκε με την ~ της αποβολής. Στον ποδοσφαιριστή επιβλήθηκε ~ τριών αγωνιστικών ημερών.

[λόγ. < αρχ. ποινή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες