Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποιμενάρχης ο [pimenárxis] Ο10 : (εκκλ.) θρησκευτικός και πνευματικός ηγέτης των πιστών.
[λόγ. < μσν. ποιμενάρχης < ποιμεν- (δες ποιμένας) + -άρχης (αρχική σημ.: `αρχιβοσκός΄)]