Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποιμαντορία η [pimandoría] Ο25 : (εκκλ.) 1. η πνευματική καθοδήγηση των πιστών από το θρησκευτικό ηγέτη τους. 2. το αξίωμα του θρησκευτικού ηγέτη.
[λόγ. ποιμαντορ(ική) -ία (αναδρ. σχημ.)]