Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποιμαντικός -ή -ό [pimandikós] Ε1 : (εκκλ.) 1. ο ποιμαντορικός: Ποιμαντική ράβδος*. 2. (ως ουσ.) α. η ποιμαντική, μάθημα της θεολογίας που ασχολείται με τη διδασκαλία των μεθόδων πνευματικής καθοδήγησης των πιστών από τους θρησκευτικούς ηγέτες. β. το ποιμαντικό, τμήμα της Θεολογικής Σχολής, όπου διδάσκεται η ποιμαντική.
[λόγ. < ελνστ. ποιμαντικός]