Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποικιλότροπος -η -ο [pikilótropos] Ε5 : που εμφανίζεται, που εκδηλώνεται ή γίνεται κατά ποικίλους τρόπους.
ποικιλοτρόπως & ποικιλότροπα ΕΠIΡΡ: Έδειξε την ευγνωμοσύνη του ~. [λόγ. < ελνστ. ποικιλότροπος· λόγ. < μσν. ποικιλοτρόπως < ποικιλότροπ(ος) -ως]