Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποιητής ο [piitís] Ο7 θηλ. ποιήτρια [piítria] Ο27 : ο λογοτέχνης που συνθέτει, που γράφει ποιήματα: Σύγχρονος / μοντέρνος / λυρικός / σουρεαλιστής ~. Διάσημος / δόκιμος / ταλαντούχος / λαϊκός / ανώνυμος / στρατευμένος ~. Ο Σολωμός είναι ο εθνικός μας ~. Ο Aισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευρυπίδης είναι οι κορυφαίοι τραγικοί ποιητές. H Ελλάδα έχει αναδείξει πολλούς αξιόλογους ποιητές. || αυτός που διαθέτει φαντασία, ευαισθησία, έμπνευση: Ο Tσαρούχης υπήρξε ένας ~ της σκηνογραφίας.
ποιητάκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) μικρής αξίας, ασήμαντος ποιητής. [λόγ. < αρχ. ποιητής (αρχική σημ.: `κατασκευαστής΄)· λόγ. < ελνστ. ποιήτρια· ποιητ(ής) -άκος]