Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποθώ [poθó] Ρ10.9α μπε. ποθούμενος* : 1. κατέχομαι από έντονη επιθυμία για κτ., λαχταρώ: Στο σουπερμάρκετ μπορείς να βρεις ό,τι ποθεί η ψυχή σου. || (ευχή) ό,τι ποθείς / ποθείτε, (ενν. εύχομαι να εκπληρωθεί). 2. νιώθω έντονη, ισχυρή ερωτική επιθυμία, πάθος: Tης αρέσει να την ποθούν οι άντρες.
[αρχ. ποθῶ]