Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποθούμενος -η -ο [poθúmenos] Ε5 : που είναι επιθυμητός: Δεν είχε το ποθούμενο αποτέλεσμα. || (ως ουσ.) το ποθούμενο, αυτό που επιθυμεί, επιδιώκει κάποιος: (Δεν) πετυχαίνω το ποθούμενο.
[λόγ. μπε. του αρχ. ποθῶ μτφρδ. γαλλ. désiré]