Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποθητός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποθητός -ή -ό [poθitós] Ε1 : που είναι επιθυμητός: (Δε) φτάνω στο ποθητό αποτέλεσμα. Ποθητή γυναίκα, που προκαλεί (ερωτικό) πόθο. || αγαπητός: Ποθητέ μου φίλε.

[ελνστ. ποθητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες