Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδόγυρος ο [poδójiros] Ο20 : 1. το κάτω μέρος του υφάσματος των γυναικείων ρούχων, που γυρίζει προς τα μέσα και γαζώνεται: Ξηλώθηκε / κρέμεται ο ~. Tο φουστάνι έχει μεγάλο ποδόγυρο, για να μπορεί να μακρύνει. || (επέκτ.) η κάτω άκρη γυναικείου ρούχου: ~ με φάσα / κεντημέ νος. Ίσιος / στραβός ~. 2. συνεκδοχικά, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες: Tου αρέσει ο ~. Tρέχει πίσω από / κυνηγάει τον ποδόγυρο.
[ποδο- + γύρος]