Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδοσφαιρικός -ή -ό [poδosferikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ποδόσφαιρο: ~ αγώνας / όμιλος. Ποδοσφαιρική ομάδα / συνάντηση / ομοσπονδία. Ποδοσφαιρικό θέαμα / σωματείο. H νίκη της εθνικής μας ομάδας ήταν ένας ~ άθλος.
ποδοσφαιρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ποδόσφαι ρ(ον) -ικός]