Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδοσφαιράκι το [poδosferáki] Ο44α : 1. παιχνίδι, το οποίο αναπαριστά ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο και παίζεται (σε σφαιριστήρια ή στο σπίτι) από δύο (ή τέσσερα) πρόσωπα, τα οποία χειρίζονται με τα χέρια ομοιώματα ποδοσφαιριστών προσαρμοσμένα σε μεταλλικές βέργες προσπαθώντας με κατάλληλες κινήσεις να προωθήσουν ένα μπαλάκι στην εστία του αντιπάλου: Συχνάζει στο σφαιριστήριο και παίζει ~ και μπιλιάρδο. 2. (πληθ., παρωχ.) το σφαιριστήριο.
[ποδόσφαιρ(ο) -άκι]