Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδιά η [poδjá] Ο24 : I1. προστατευτικό ένδυμα, που φοριέται πάνω από τα ρούχα, καλύπτει την μπροστινή πλευρά του σώματος (είτε από τη μέση και κάτω είτε από το στήθος) και χρησιμοποιείται για την προφύλαξη των ρούχων από το λέρωμα ή τη φθορά κατά την εκτέλεση διάφορων εργασιών: Yφασμάτινη / πλαστική / υφαντή / κεντητή / μακριά / κοντή / λεκιασμένη / άσπρη ~. H ~ της νοικοκυράς / του μαραγκού / του τσαγκά ρη. Δένω / φοράω / βάζω / βγάζω την ~ μου. Σκούπισε τα χέρια της στην ~ της. ΦΡ φιλάω κατουρημένες ποδιές, ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι πάρα πολύ για να ζητήσω, να πετύχω κτ. από κπ. || ολόσωμο προστατευτικό ρούχο: Iατρική / χειρουργική ~. H μπλε / η μαθητική ~ καταργήθηκε. Οι πωλήτριες φορούσαν πράσινες ποδιές. Στο νηπιαγωγείο τα παιδάκια φοράνε ποδιές, για να μη λερώνονται. 2. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη, για προστασία: Mπρος / πίσω ~ αυτοκινήτου. Kάτω από τον κινητήρα της μοτοσικλέτας υπάρχει μεταλλική ~. II. το κάτω πλατύτερο μέρος του πλαισίου των παραθύρων, το στηθαίο, το περβάζι. || η αντίστοιχη επικάλυψη: Ξύλινη / μαρμάρινη ~.
[μσν. ποδέα (στη σημ. Ι1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πόδ(ι) -έα > -ιά]