Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδηλατικός -ή -ό [poδilatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ποδηλάτη ή στο ποδήλατο: Ποδηλατικοί αγώνες. Ποδηλατική Ομοσπονδία. ~ όμιλος / σύλλογος.
[λόγ. ποδηλάτ(ης) -ικός]