Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδαρίλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποδαρίλα η [poδaríla] Ο25α : η έντονη και δυσάρεστη οσμή που αποπνέουν τα (άπλυτα) πόδια: Έβγαλε τα παπούτσια του και μια έντονη ~ ξεχύθηκε στον αέρα.

[ποδάρ(ι) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες