Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδίσκος ο [poδískos] Ο18 : (βοτ.) ο βλαστός, ο μίσχος που φέρει τα άνθη ενός φυτού.
[λόγ. < ελνστ. ποδίσκος (υποκορ. του αρχ. πούς) σημδ. γαλλ. pédoncule]