Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδάρι το [poδári] Ο44 : (οικ.) το πόδι. (έκφρ.) δουλειά* του ποδαριού: α. πρόχειρη. β. ευκαιριακή, που δεν απαιτεί μόνιμη εγκατάσταση. ΦΡ ο διάβολος* έχει πολλά ποδάρια. έσπασε / σπάει ο διάβολος* το ~ του. σηκώνω κπ. στο ~ / στο πόδι*. ΠAΡ Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια* / ποδάρια. Kάθε αρνί* απ΄ το ~ του κρέμεται.
[μσν. ποδάρι < αρχ. ποδάριον (υποκορ. του πούς)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδαρικό το [poδarikó] Ο38 : 1. (λαογρ.) η καλή ή κακή τύχη, που φέρνει η εμφάνιση, η παρουσία του πρώτου επισκέπτη ή πελάτη, σε ορισμένο συνήθ. χρόνο (πρωί, πρωτομηνιά, πρωτοχρονιά κτλ.): Kάνω καλό / κακό ~. 2. (λαϊκότρ.) το πέδιλο του αργαλειού, που κινείται με το πόδι. 3. (οικοδ.) το κάτω μέρος, η βάση κατακόρυφων στοιχείων (ορθοστατών, στύλων κτλ.). 4. (παρωχ.) το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου.
[ποδάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδαρίλα η [poδaríla] Ο25α : η έντονη και δυσάρεστη οσμή που αποπνέουν τα (άπλυτα) πόδια: Έβγαλε τα παπούτσια του και μια έντονη ~ ξεχύθηκε στον αέρα.
[ποδάρ(ι) -ίλα]